A+ A A-
Αλεξάνδρα Κορδόση

Αλεξάνδρα Κορδόση

Η Αλεξάνδρα Κορδόση είναι Ψυχολόγος / Ψυχοθεραπεύτρια Συνθετικής Προσέγγισης και είναι μέλος της Βρετανικής Ένωσης Ψυχολόγων. Είναι κάτοχος πτυχίου Ψυχολογίας από το Middlesex University, London,  μεταπτυχιακού διπλώματος Οικογενειακής Θεραπείας από το University of London, Birkbeck College και μεταπτυχιακού προγράμματος  Master στη Ψυχοθεραπεία και Συμβουλευτική από το City University, Regent's College, London. Έχει παρακολουθήσει πιστοποιημένα εκπαιδευτικά προγράμματα όπως πρόγραμμα Κλινικής Ψυχοπαθολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόγραμμα Θεραπείας του Τραύματος , της Μετατραυματικής Διαταραχής και Θεραπείας του Πένθους από  το St. Stephens College, Alberta Canada. Έχει παρακολουθήσει πληθώρα σεμιναρίων / εργαστηρίων στην Ελλάδα και τη Βρετανία με θέμα την Οικογενειακή Θεραπεία, τις Ανθρώπινες Σχέσεις,  τον Αυτισμό, την Εικαστική θεραπεία και τη Παιγνιοθεραπεία.

Έχει εργαστεί σε βρετανικές δομές με παιδιά και ενήλικες, όπως σε κρατικό δημοτικό σχολείο (Daubeney Primary School, Hackney, London) και σε μη κερδοσκοπικό οργανισμό μακροχρόνιας ψυχοθεραπείας ενηλίκων (Counseling Initatives: Islington Continuing Counseling Project). Στην Ελλάδα έχει κάνει πρακτική άσκηση στο τμήμα βραχείας ψυχιατρικής νοσηλείας γυναικών του Αιγινητείου Νοσοκομείου και έχει εργαστεί σε διάφορες δομές όπως τους "Γιατρούς του Κόσμου", το "Εργαστήρι Ανάπτυξης Παιδιού, Εφήβου και Οικογένειας ΑΡΓΩ", στο "Κέντρο Τέχνης και Ψυχοθεραπείας", σε ιδιωτικό ιατρείο ψυχίατρου και σε ιδιωτικές δομές με παιδιά και εφήβους όπως την εταιρεία "ΔΡΩ".

Επί του παρόντος εργάζεται σε ιδιωτικό γραφείο ψυχοθεραπείας, παρέχοντας ατομική ψυχοθεραπεία, θεραπεία ζεύγους και συμβουλευτική γονέων και οικογένειας.

Πλήρες βιογραφικό σημείωμα

logo blogger1  Visit my Blog                       Logo Facebook

URL Ιστότοπου: http://www.psychologyforus.com

Το Εκκρεμές της Διάθεσης μας

Τα αισθήματα μας βρίσκονται σε συνεχή κίνηση και δεν είναι ποτέ εντελώς παγιωμένα. Ακόμα και όταν κοιμόμαστε, ονειρευόμαστε. Επίσης, δεν υπάρχουν απόλυτα συναισθήματα, αλλά διαβαθμίσεις, ανάλογα με την ένταση που τα βιώνει κανείς. Πάντα υπάρχει το δυναμικό για περισσότερη ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια και παρόλο που ξέρουμε καλά τον εαυτό μας, τα αισθήματα μας,μπορεί συχνά να μας εκπλήξουν!

 Η κίνηση των συναισθημάτων μας μπορεί να παρομοιαστεί με τη κίνηση ενός εκκρεμούς. Από τη μέση και προς τη μία πλευρά του εκκρεμούς μπορούμε να θεωρήσουμε τα ‘πάνω’ (highs) της διάθεση μας, ενώ από τη μέση του εκκρεμούς και προς την άλλη πλευρά, τα ‘κάτω’ (lows) της διάθεσης μας.

Όταν το εκκρεμές στραφεί από τη μία πλευρά, τότε στη συνέχεια θα κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση και σταδιακά, με διαδοχικές όλο και μικρότερες ταλαντώσεις, θα επιστρέψει στην ήρεμη θέση του κέντρου. Εκεί και πάλι θα έχει τη δυναμική ενέργεια να ταλαντωθεί εφόσον λάβει ένα ερέθισμα για κίνηση. Μία παρόμοια διαδικασία παρατηρούμε και στη κίνηση των συναισθημάτων μας. Μπορεί καθώς είμαστε ήρεμοι, κοντά στο κέντρο του εκκρεμούς, εύκολα να παρασυρθούμε προς τη μία ή την άλλη πλευρά του.

Για παράδειγμα χτυπάει το τηλέφωνο ή συναντάμε αναπάντεχα κάποιους φίλους που είχαμε πολύ καιρό να δούμε. Η έκπληξη και η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε καθώς τους βλέπουμε, μοιραζόμαστε νέα και κουτσομπολιά μαζί τους, μπορεί γρήγορα να μας ‘ανεβάσουν’ συναισθηματικά και να γίνουμε ενθουσιώδεις, ενεργητικοί και ομιλητικοί. Έχοντας ‘ξεσηκωθεί’ από την επαφή με τους φίλους μας, πιθανώς να μη μπορούμε αμέσως μετά να επιστρέψουμε στην ήρεμη διάθεση που είχαμε προηγουμένως. Η διάθεση μας ίσως χρειαστεί να ‘πέσει’ στη ‘κάτω’ πλευρά του εκκρεμούς για λίγο, προτού να επανέλθει σταδιακά στη περιοχή του κέντρου όπου βρισκόμαστε αρχικά. Για τους περισσότερους, οι κοινωνικές συναναστροφές συνοδεύονται από εμφανείς μετακινήσεις στο εκκρεμές της διάθεσης.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το εξής: καθώς οδηγώ ήρεμος, συμβαίνει κάτι στο δρόμο και εμπλέκομαι σε ατύχημα. Τα αισθήματα μου γρήγορα εναλλάσσονται σε φόβο και θυμό (‘πάνω αισθήματα’), ίσως γρήγορα να μετατραπούν σε ντροπή και ενοχή για την απροσεξία μου (‘κάτω’ αισθήματα). Σίγουρα δυσκολεύομαι να συνεχίσω την οδήγηση μου αν δεν επιστρέψω πρώτα σε μία πιο ουδέτερη κατάσταση ηρεμίας.

Η εναλλαγή αυτή στο εκκρεμές της διάθεσης, περιγράφει το τι συμβαίνει μέσα μας, στα αισθήματα μας, όχι στο τι φαίνεται εξωτερικά ότι συμβαίνει. Μπορεί να φαίνομαι ήρεμος ενώ μέσα μου να είμαι πολύ ταραγμένος, ή να φαίνομαι πολύ θυμωμένος όταν στη πραγματικότητα είμαι σχετικά ήρεμος.

Η ‘κάτω’, όπως και η ’πάνω’ πλευρά του εκκρεμούς της διάθεσης μας, έχουν και θετικές και αρνητικές ποιότητες. Όταν είμαστε στα ‘πάνω’ της διάθεσης, η ενέργεια μας διαχέεται προς τα έξω και μπορεί να παρουσιάζουμε ενεργητικότητα και εγρήγορση, να νοιώθουμε αισιοδοξία και ενθουσιασμό.  Αυτά τα επίπεδα της διάθεσης, μας βοηθούν να είμαστε αποδοτικοί και παραγωγικοί σε καταστάσεις που χρειάζονται πολύ από την ενέργεια μας όπως η απαιτητική εργασία, ο αθλητισμός, οι κοινωνικές συγκεντρώσεις κ.α. Αν όμως η διάθεση μας ανέβει σε υπερβολικά επίπεδα  του ‘πάνω’, μπορεί να γίνουμε ευερέθιστοι («στη τσίτα»), να μην έχουμε υπομονή και συγκέντρωση σε ότι κάνουμε και να θυμώσουμε ή να αγχωθούμε. Μπορεί να καταλήξουμε να κάνουμε μεγαλεπήβολα σχέδια ή να λάβουμε αποφάσεις με μεγάλο ρίσκο. Όσο πιο ψηλά ‘ανεβαίνουμε’ στο εκκρεμές της διάθεσης, τόσο περισσότερο αδυνατούμε να έχουμε επίγνωση του ‘που είμαστε’, ‘με ποιον είμαστε’ και του ‘τι κάνουμε’. Σε ακραία σημεία του ‘πάνω’, το να μας διακόψει κανείς ή να μας αλλάξει γνώμη για αυτά που λέμε ή κάνουμε, είναι σχεδόν επώδυνο σε σωματικό επίπεδο για εμάς. Η μόνη επίγνωση που έχουμε είναι αυτή του ‘πάνω’. Συχνά χρειαζόμαστε κάποιον άλλο να μας καθρεφτίσει το πόσο ψηλά τείνουμε να φτάσουμε και να μας βοηθήσει να χαλαρώσουμε από ένα επικίνδυνο ‘πάνω’ (για παράδειγμα, όταν έχουμε θυμώσει πολύ ή όταν έχουμε μεθύσει επικίνδυνα).

Αντίθετα, τα ‘κάτω’ της διάθεσης μας είναι το αποτέλεσμα της μειωμένης σωματικής και συναισθηματικής μας ενέργειας. Όταν βρισκόμαστε στα ‘κάτω’ της διάθεσης, η ενέργεια μας στρέφεται εντός και έχουμε τη τάση να επικεντρωνόμαστε στη κριτική του εαυτού μας, των σχέσεων μας, και των επιλογών μας. Όταν είμαστε στα ‘κάτω’ της διάθεσης, μπορεί να νοιώθουμε ότι δε θέλουμε να δούμε πολύ κόσμο, ή βαριόμαστε να κάνουμε πράγματα. Τέτοια σημεία του ‘κάτω’ ίσως μας επιτρέπουν να κάτσουμε σπίτι να ξεκουραστούμε, να περισυλλέξουμε την ενέργεια μας, ή να κάνουμε δημιουργική εργασία, όπως η συγγραφή ή κάποια καλλιτεχνική δραστηριότητα.  Αν όμως βρεθούμε σε ιδιαίτερα χαμηλά σημεία του ‘κάτω’, ίσως καταλήξουμε να μην έχουμε όρεξη και ικανότητα να κάνουμε τίποτα. Όσο πιο ‘κάτω’ πέφτουμε στη διάθεση μας, έχουμε τη τάση να επικεντρωνόμαστε στο πόνο που υπάρχει γύρω μας, ενώ αποκλείουμε τη στοργή που μας περιβάλλει. Ενέχει ο πειρασμός να παραμείνουμε εστιασμένοι στον αρνητισμό και τα προβλήματα: τις ατέλειες της ανθρώπινης φύσης, τη βία στο κόσμο, τον εγωισμό και την ανειλικρίνεια, την έλλειψη νοήματος στις ζωές μας, το αναπόφευκτο του θανάτου, το βάθος του πεσιμισμού και την αδυναμία να κρατηθούν οι σχέσεις και οι γάμοι! Μερικά από αυτά τα αισθήματα μπορεί να είναι ευχάριστα ή χρήσιμα για εμάς. Αυτό όμως που πρέπει να προσέχουμε είναι το να έχουμε επίγνωση της διαδικασίας που συμβαίνει. Όταν είμαστε στα ‘κάτω’, δεν είμαστε ισορροπημένοι στο πως αξιολογούμε τα πράγματα. Μπορεί να επιμένουμε ότι είμαστε ήρεμοι και στο κέντρο μας, ενώ είναι ξεκάθαρο για κάποιον άλλο, ότι είμαστε αρνητικοί και στα ’κάτω’ μας (όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν είμαστε άρρωστοι σωματικά ή ευάλωτοι ψυχολογικά μετά από ένα χωρισμό ή τσακωμό).

Έτσι λοιπόν, συμπεραίνουμε ότι και οι δύο πλευρές του εκκρεμούς της διάθεσης μας μπορούν να είναι θετικές η αρνητικές ανάλογα με την ένταση τους, το μήκος της ταλάντωσης δηλαδή, το πόσο απομακρύνονται από το κέντρο. Όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο και βαδίζουμε προς τη μία ή την άλλη άκρη του εκκρεμούς, τόσο πιο μεγάλη ένταση έχουν τα αισθήματα μας και τόσο περισσότερη επιρροή ασκούν στο σώμα μας, τη ψυχή, το μυαλό και τη συμπεριφορά μας. Όταν βρισκόμαστε στα ακραία σημεία δεν είμαστε αποδοτικοί και το πιθανότερο είναι να πληγωθούμε ή να πληγώσουμε τους άλλους γύρω μας. Επιπλέον, με κάθε κίνηση του εκκρεμούς από τη μία πλευρά, είναι αναμενόμενο ότι τι εκκρεμές θα κινηθεί στη συνέχεια σε αντίστοιχο πλάτος ταλάντωσης από την άλλη πλευρά (Μετά από κάθε ‘πάνω’ έρχεται ένα κάτω’). Οι εναλλαγές που συμβαίνουν μεταξύ ακραίων σημείων της διάθεσης, είναι επώδυνες γιατί είναι απότομες και έχουν μία χροιά καταναγκασμού, και μειωμένου ελέγχου από μέρους μας. Αντίθετα, όσο πιο κοντά στο κέντρο γίνονται οι εναλλαγές αυτές, μπορούμε να κινηθούμε περισσότερο άνετα και ευέλικτα προς όλα τα συναισθήματα (‘πάνω’ και ‘κάτω’), χωρίς να βιώσουμε επώδυνες επιπτώσεις.

Αυτό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι τα ακραία σημεία δεν είναι καλά σημεία για να αξιολογούμε τις καταστάσεις και να παίρνουμε αποφάσεις. Αυτό γιατί μας λείπει η ισορροπία. Η διάθεση μας ‘χρωματίζει’ το πώς αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις και η διάθεση μας είναι περισσότερο συνειδητοποιημένη (και υπό αυτή την έννοια περισσότερο έγκυρη) όταν βρισκόμαστε κοντά στο κέντρο. Στο κέντρο του εκκρεμούς, δε θα λέγαμε ότι τα αισθήματα μας είναι σε ακινησία. Μία σωστότερη τοποθέτηση είναι ότι όταν βρισκόμαστε σε ένα εύρος κοντά στο κέντρο, βρισκόμαστε σε μία περιοχή σχετικής και ανεκτής ηρεμίας. Εκεί είμαστε ‘γειωμένοι’, σε επαφή με τον εαυτό μας αλλά και με τον κόσμο. Είναι μία σχετικά ουδέτερη συναισθηματική διάθεση στο παρόν που επιτρέπει τη καλύτερη διαχείριση των συναισθημάτων μας. Στο κέντρο έχουμε περισσότερο έλεγχο για τις επιλογές μας. Εκεί μπορούμε να αποφασίσουμε πόσο θα ‘ανέβουμε’ πίνοντας αλκοόλ σε μία έξοδο, πόσο θα φωνάξουμε σε ένα καυγά, ή πόσες υποχωρήσεις θα κάνουμε πριν χωρίσουμε με τη σχέση μας).

 Το τί επαναφέρει το κάθε ένα από εμάς στο κέντρο του, είναι υποκειμενικό. Για πολλούς, η χαλάρωση στο σπίτι, η μουσική, ο διαλογισμός, η βόλτα στη φύση, η ήπια άθληση, η επαφή με τους αγαπημένους μας, αποτελούν δραστηριότητες που επαναφέρουν το άτομο στο κέντρο του. Ακόμα και η απλή διακοπή / αλλαγή του περιβάλλοντος από μία δραστηριότητα, όπως το να πάμε τουαλέτα, μπορεί να μας διασφαλίσει την απαιτούμενη απόσταση από τη κατάσταση στην οποία τείνουμε να ‘ανέβουμε’ ή να ‘πέσουμε’ πολύ χαμηλά.

Στη ζωή μας χρειαζόμαστε τόσο το δυναμισμό και το ρίσκο του ‘πάνω’ όσο και τη βαθιά αυτοκριτική του ‘κάτω’. Η πραγματική μας δύναμη, η υγεία μας και η επίγνωση του εαυτού μας, βρίσκονται επί της ουσίας στην ηρεμία του κέντρου. Το κέντρο είναι ένα σημείο που μας δίνει τη δυνατότητα για συνεργασία, για προσαρμογή και αλλαγή. Είναι ένα υπαρξιακό σημείο όπου μπορούμε να έχουμε αντίληψη τόσο της σημαντικότητας του εαυτού μας σε αυτό τον κόσμο, όσο και της ματαιότητας αυτού του κόσμου στο πέρασμα του χρόνου…

Ιδέες προσαρμοσμένες από τη δουλειά του DavidPellin, ενός καναδού ψυχοθεραπευτή Gestalt προσέγγισης στη δεκαετία του 1960 και του Peter Fleming, συνεχιστή της δουλειάς του Pellin μέχρι και σήμερα στην Αγγλία και την Ιταλία.

Η Βιολογική Λειτουργία του Άγχους: Σύμμαχος ή Εχθρός του Οργανισμού;

     Η αντίδραση του άγχους αποτελεί μία φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο οργανισμός απειλείται και χρειάζεται να κινητοποιηθεί κατάλληλα προκειμένου να επιβιώσει. Οι περιστάσεις αυτές μπορεί να είναι λιγότερο απειλητικές, όπως είναι η απαιτητική σωματική άσκηση, ή περισσότερο, όπως είναι κάποια σοβαρή απειλή για τη σωματική ή ψυχολογική μας ακεραιότητα.

     Η απειλή αυτή μπορεί να είναι πραγματική ή υποθετική. Ο οργανισμός δηλαδή, μπορεί να αντιδράσει με άγχος είτε σε μία πραγματική επίθεση εναντίον του, είτε στην υποκειμενική αντίληψη ότι η κατάσταση είναι απειλητική (όπως όταν περνάμε από ένα σκοτεινό δρόμο και χωρίς να συμβεί κάτι, ο οργανισμός μας βρίσκεται σε εγρήγορση για τη πιθανότητα να αντιμετωπίσει κάποια επίθεση). Επίσης, η απειλή μπορεί να αφορά τόσο τη σωματική μας ακεραιότητα (όπως περιγράφηκε) όσο και τη ψυχολογική μας ακεραιότητα. Ένα παράδειγμα είναι το άγχος που μας διακατέχει όταν πρόκειται να κριθούμε αυστηρά από τους συναδέλφους μας για κάποια παρουσίαση στην εργασία μας, ή το άγχος που μας προκαλεί κάποια σοβαρή διαμάχη με το σύντροφο μας. Τέτοιες περιστάσεις απειλούν την ψυχολογική μας ακεραιότητα και η αντίδραση του άγχους, μας κινητοποιεί να διαφυλάξουμε την αυτοπεποίθηση και τη ψυχική μας ισορροπία.

     Πως όμως αντιδρά ο οργανισμός για να προστατευτεί; Όταν ο οργανισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μία κατάσταση η οποία είναι εν δυνάμει απειλητική, ο εγκέφαλος και το σώμα συνεργάζονται σε μία διαδικασία πολύπλοκων νευροχημικών αντιδράσεων, προκειμένου να αξιολογήσουν και να προσαρμοστούν στις ανάγκες της κατάστασης. Στην βιολογική αντίδραση του οργανισμού στην απειλή,  παίζουν καθοριστικό ρόλο μεταξύ άλλων εγκεφαλικών δομών, το Στέλεχος και το Δρεπανοειδές (Λιμπικό) Σύστημα. Σε αυτά τα συστήματα του εγκεφάλου αξιολογούνται τα αισθητηριακά δεδομένα για το κατά πόσο το περιεχόμενο τους είναι απειλητικό. Από εκεί, με μία σειρά νευροχημικών αντιδράσεων (κατά κύριο λόγο την έκκριση αδρεναλίνης), τα μηνύματα αποστέλλονται σε άλλες εγκεφαλικές δομές του μέσου εγκεφάλου. Ο μέσος εγκέφαλος είναι στενά συνδεδεμένος με το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα (ΑΝΣ) και τα ζωτικά μας όργανα (πνεύμονες, καρδιά, κυκλοφορικό σύστημα, νεφρά κ.α.). Οι λειτουργίες αυτές του εγκεφάλου εμπλέκονται καθοριστικά τόσο στους φυσιολογικούς μηχανισμούς του άγχους, καθώς και στις μη φυσιολογικές καταστάσεις του, όπως είναι οι Αγχώδεις Διαταραχές  (η Μετατραυματική Διαταραχή, η Γενικευμένη Αγχώδης Διαταραχή, οι Κρίσεις Πανικού  και οι Φοβίες).

     Υπό φυσιολογικές συνθήκες, στην έκτακτη περίπτωση της απειλής για τον οργανισμό, αν ο οργανισμός αξιολογήσει ότι υπάρχει επαρκής αντοχή, χρόνος και χώρος, ο οργανισμός θα διαφύγει (Αντίδραση της Φυγής). Αν ο οργανισμός αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει χρόνος ή χώρος για να διαφύγει, αλλά επαρκής αντοχή, ο οργανισμός θα πολεμήσει (Αντίδραση της Μάχης). Αν οργανισμός αντιληφθεί ότι δεν υπάρχει ούτε χρόνος, ούτε χώρος ή δύναμη για να αμυνθεί ή να διαφύγει, θα παγώσει (Αντίδραση του Παγώματος ή "Παριστάνοντας το Πεθαμένο"). Η αντίδραση του Άγχους λοιπόν, αποτελεί μία αρχέγονη και ζωτικής σημασίας λειτουργία για την επιβίωση μας. Μας προετοιμάζει κατάλληλα προκειμένου να ανταπεξέλθουμε σε καταστάσεις  αυξημένης ανάγκης.

     Όταν ο οργανισμός μπει σε κατάσταση συναγερμού (όπως είναι η αντίδραση Μάχης – Φυγής), ενεργοποιούνται μία σειρά βιολογικών αντιδράσεων του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος (ΣΝΣ)- ο κλάδος του Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος (ΑΝΣ) που γενικά είναι αρμόδιος για την εγρήγορση του οργανισμού σε απαιτητικές καταστάσεις. Οι αντιδράσεις αυτές πραγματοποιούνται αυτόματα, άνευ εκούσιου ελέγχου. Ο οργανισμός απελευθερώνει τα απαραίτητα καύσιμα (γλυκόζη, σάκχαρα) ώστε ο εγκέφαλος να μπορεί να με μεγάλη ταχύτητα να εκτιμήσει τα δεδομένα της κατάστασης και να αποφασίσει την αντίδρασή του. Ταυτόχρονα, αποσύρει αίμα από τα όργανα και τις σωματικές περιοχές που δεν αποτελούν υψηλές προτεραιότητες (όπως η πέψη) ενώ το επικεντρώνει σε καίρια ζωτικά όργανα όπως η καρδιά και οι πνεύμονες καθώς και στους μύες, οι οποίοι προετοιμάζονται για δράση. Παράλληλα, εκκρίνονται ορμόνες όπως η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη, ο καρδιακός παλμός, η αρτηριακή πίεση και η πρόσληψη οξυγόνου αυξάνονται και οι κόρες διαστέλλονται. Το αποτέλεσμα είναι το άτομο να επικεντρώνει τη προσοχή του στην άμεση κατάσταση, να αισθάνεται μία έκρηξη αδρεναλίνης που βιώνεται ως αισθήματα φόβου και θυμού,  έτσι ώστε συνολικά οργανισμός να είναι σε ετοιμότητα να παλέψει ή να διαφύγει.

    Σε αλληλοσυμπληρωματική δράση, το Παρασυμπαθητικό Νευρικό Σύστημα (ΠΝΣ - ο άλλος κλάδος του ΑΝΣ), ενεργοποιείται όταν ο οργανισμός έχει πάψει πλέον να βρίσκεται σε κατάσταση αυξημένης ανάγκης, δηλαδή, με την απομάκρυνση από την απειλή ή μετά το τέλος της έντονης σωματικής άσκησης. Το ΠΝΣ ευθύνεται για τη καταπράυνση του οργανισμού και την επαναφορά του στην αρχική κατάσταση ηρεμίας και ισορροπίας του. Αυτό επιτυγχάνεται με τη σταδιακή αποκατάσταση των φυσιολογικών λειτουργιών του οργανισμού (ορμονολογική εξισορρόπηση, χαλάρωση των μυών, αποκατάσταση καρδιακού και αναπνευστικού ρυθμού κ.τ.λ.).

     Όλα τα παραπάνω αποτελούν φυσιολογικές διαδικασίες του άγχους. Στις χρόνια στρεσογόνες ή τραυματικές εμπειρίες όμως, όπως όταν εκτίθεται επανειλημμένα κανείς στη βία ή σε κάποιο άλλο ερέθισμα που προκαλεί φόβο, άγχος ή θυμό (όπως συμβαίνει στις διαταραχές του άγχους ή και της διάθεσης κάποιες φορές), είναι πολύ πιθανό, να αλλοιωθεί η φυσιολογική  λειτουργία του εγκεφάλου. Το Αυτόνομο Νευρικό Σύστημα λειτουργεί ακατάπαυστα και με δυσλειτουργικό τρόπο, καθώς το Παρασυμπαθητικό Νευρικό σύστημα ενεργοποιείται σχεδόν ταυτόχρονα με το Συμπαθητικό Νευρικό Σύστημα (είναι σαν να πατά κανείς το γκάζι και το φρένο ταυτόχρονα). Ο οργανισμός συνεχίζει να παράγει αδρεναλίνη και να προετοιμάζει τον οργανισμό για την αντίδραση Μάχης – Φυγής. Αυτό συμβαίνει γιατί στην επαναλαμβανόμενη και παρατεταμένη έκθεση στο άγχος, το σώμα δεν σταματά ουσιαστικά ποτέ να βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού, ενώ ταυτόχρονα, δεν έχει ποτέ την ευκαιρία να επιστρέψει πλήρως σε μία κατάσταση ηρεμίας και έτσι σταδιακά εξουθενώνεται. Ακόμα και μετά την απομάκρυνση από την απειλή, ο οργανισμός συνεχίζει να αντιδρά σαν να βρίσκεται σε κατάσταση απειλής.

   Αυτές οι δυσλειτουργίες στον οργανισμό έχουν ως αποτέλεσμα μια σειρά από αλληλένδετα προβλήματα στην αντίληψη, το συναίσθημα, τη μνήμη και τη συμπεριφορά. Τα υπερβολικά αγχώδη άτομα ή  αυτά με ιστορικό τραύματος, συχνά έχουν έντονα φορτισμένα συναισθήματα  για κάτι που συνέβη, χωρίς μνήμη του τι ακριβώς συνέβη. Αντίστοιχα, μπορεί να θυμούνται ξεκάθαρα λεπτομέρειες του συνέβη αλλά να μην έχουν καθόλου συναισθηματική αντίδραση. Μπορεί να βρίσκονται σε μία μόνιμη κατάσταση επαγρύπνησης χωρίς να ξέρουν γιατί. Έτσι παγιδεύονται σε συναισθηματικούς φαύλους κύκλους άνευ του ελέγχου τους και καταλήγουν να αισθάνονται ανασφαλή ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Συχνά τα υπερβολικά αγχώδη άτομα εμφανίζονται στους άλλους σαν να μη μπορούν να διαχειριστούν τις σκέψεις, τις αισθήσεις και τη συμπεριφορά τους. 

    Σύνοδες μακροπρόθεσμες συνέπειες του χρόνιου άγχους  συμπεριλαμβάνουν και  ιατρικές καταστάσεις όπως υπέρταση, καρδιακές παθήσεις, αλλοιώσεις στη νεφρική και εντερική λειτουργία και στο ανοσοποιητικό σύστημα. 

     Έτσι λοιπόν κατανοούμε ότι το ανθρώπινο σύστημα της φυσικής αυτό-άμυνας  του άγχους, υπό φυσιολογικές, έκτακτες συνθήκες, κινητοποιεί κατάλληλα τον οργανισμό για αλλαγές που τον προστατεύουν. Όταν όμως διαιωνίζεται και δε χρησιμοποιείται σε έκτακτες ανάγκες μόνον, καταλήγει να εξαντλείται και να αποδιοργανώνεται. 

     Η αποκατάσταση του οργανισμού στις φυσιολογικές περιπτώσεις έκθεσης στο άγχος, περιλαμβάνουν την ανακούφιση του οργανισμού αρχικά με την απομάκρυνση από τη κατάσταση που προκαλεί άγχος. Στη συνέχεια η ανάπαυλα του οργανισμού με χαλαρωτικές δραστηριότητες, ξεκούραση, ύπνο, καλή διατροφή, ή άλλες ψυχολογικά ευχάριστες δραστηριότητες, είναι αρκετές προκειμένου να ενισχύσουν τους φυσικούς μηχανισμούς αποκατάστασης που από μόνος του κινητοποιεί ο οργανισμός. Στη περίπτωση όμως της χρόνιας και τραυματικής έκθεσης στο άγχος, όπως είναι οι Αγχώδεις Διαταραχές, το άτομο χρειάζεται μία ολοκληρωμένη θεραπεία που συχνά περιλαμβάνει την αποκατάσταση σε βιολογικό, ψυχικό, νοητικό και πνευματικό επίπεδο.

Το Άγχος των Πανελλαδικών Εξετάσεων και η Σημασία τους για την Ελληνική Οικογένεια

    Οι πανελλαδικές εξετάσεις (ΠΕ), έτσι όπως είναι διαμορφωμένο το παρόν εκπαιδευτικό σύστημα, αποτελούν αναμφισβήτητα ένα σημαντικό σκαλοπάτι στην εξελικτική πορεία του μαθητή. Είναι η πρώτη συστηματική του προσπάθεια να αποκατασταθεί επαγγελματικά. Μέσω της διαδικασίας των ΠΕ (συμπεριλαμβανομένου της  προετοιμασίας για αυτές – που συχνά ξεπερνά τη διετία), ο μαθητής καλείται να ξεκαθαρίσει το πως οραματίζεται τον εαυτό του στο μέλλον, να θέσει συγκεκριμένους επαγγελματικούς στόχους και να σχηματοποιήσει έτσι την επαγγελματική του ταυτότητα. Αυτό περιλαμβάνει το να αναγνωρίσει ποιες είναι οι ακαδημαϊκές ή πρακτικές  του κλίσεις και στη συνέχεια να τις αξιοποιήσει στο μέγιστο  δυνατόν. Το κατά πόσο συμβαίνει αυτό όμως, είναι αμφίβολο, καθώς ούτε το σχολείο, προ των ΠΕ, ούτε η επαγγελματική κατάρτιση μετά τη πρόκριση σε αυτές, εξασφαλίζουν απαραίτητα την επαγγελματική επιτυχία και τη πνευματική καλλιέργεια που επιδιώκει ο κάθε υποψήφιος. Οι παράγοντες που αλληλεπιδρούν είναι πολλοί. Μπορούμε όμως να σημειώσουμε τα εξής σχετικά με τη βαρύτητα που έχει δοθεί στις ΠΕ:

        Σε ψυχολογικό επίπεδο η διαδικασία των ΠΕ είναι μία ιδιαίτερα στρεσογόνος διαδικασία. Αποτελεί τη κορύφωση των μακροχρόνιων προσπαθειών του μαθητή και το αποτέλεσμα τους επηρεάζει τους περισσότερους σημαντικούς  τομείς της ζωής του (σε ποια σχολή θα φοιτήσει για τα επόμενα τέσσερα τουλάχιστον έτη, σε ποιό μέρος της χώρας, τα οικονομικά του έξοδα, πιθανώς την απομάκρυνση από το γονικό σπίτι και τους φίλους κ.α.). Εξελικτικά και ηλικιακά, ο θεσμός των ΠΕ συμπίπτει με το πέρασμα του ατόμου από τη μετεφηβεία στη νεαρή ενηλικίωση - μία μετάβαση που (όπως κάθε άλλη μετάβαση στη ζωή του ανθρώπου) συνοδεύεται από αλλαγές που περιλαμβάνουν το άγχος της απομάκρυνσης από την ασφάλεια του οικείου και δη τη πρόκληση του καινούργιου. Είναι λοιπόν επόμενο αυτή η φάση να συνοδεύεται από κάποια φυσιολογικά επίπεδα άγχους και θα μπορούσαμε να δούμε τις ΠΕ εξετάσεις σαν μία κορύφωση όλων όσων η νεαρή ενηλικίωση αντιπροσωπεύει, όπως την εδραίωση της επαγγελματικής ταυτότητας, τη διάπλαση του χαρακτήρα και την οικονομικοκοινωνική αυτονομία.

    Είναι όμως ιδιαίτερα βεβαρυμμένη ή σημασία των ΠΕ στη χώρα μας, καθώς αποτελούν τη μοναδική δίοδο στην αναγνωρισμένη από το κράτος ανώτατη εκπαίδευση. Παράλληλα, συχνά η πρόκριση στις ΠΕ συνδέεται με την μετέπειτα απορρόφηση των αποφοίτων, στους κόλπους του δημοσίου τομέα - που για πολλά έτη θεωρούνταν η ευνοϊκότερη επαγγελματική αποκατάσταση. Οι ιδιωτικές σχολές και τα κολλέγια στη χώρα μας καθώς και οι σπουδές στο εξωτερικό αποτελούν λύσεις κυρίως για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα να τις χρηματοδοτήσουν. Επιπλέον, παρά το ότι σε ουσιαστικό επίπεδο πολλές από αυτές τις σχολές προσφέρουν εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, δεν αναγνωρίζονται από το κράτος με τις συνέπειες που φέρει αυτό.  Λόγω της έλλειψης εναλλακτικών λοιπόν που η χώρα μας δεν παρέχει στους νέους αυτής της ηλικίας, η επιτυχία ή αποτυχία στις ΠΕ, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την ακαδημαϊκή και επαγγελματική ταυτότητα του ατόμου αλλά την ενήλικη του ζωή συνολικά.  Γενικεύεται δηλαδή η επιτυχία ή αποτυχία στις ΠΕ έτσι ώστε να εκκολάπτει την αξία, την αυτοπεποίθηση και το χαρακτήρα του ατόμου ως ενήλικας.

      Είναι σημαντικό να εστιάσουμε όμως στην  ουσιαστική επιρροή που έχει το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας στο αυξημένο άγχος που βιώνουν οι μαθητές κατά τη περίοδο των ΠΕ καθώς επίσης και όσον αφορά την επαγγελματική τους αποκατάσταση μετά από αυτές. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ενισχύει συστηματικά τη ‘παπαγαλία κατεβατών’ και όχι την εφευρετική και διαδραστική μάθηση, είναι λογικό να θέτουν το μαθητή σε μία δοκιμασία αυξημένων απαιτήσεων και αυξημένου άγχους επίδοσης. Ο μαθητής κυριολεκτικά ‘κολυμπάει’ μέσα στη πληθώρα του υλικού και ελπίζει ότι όταν θα έρθει η κατάλληλη ώρα θα βρει ‘στεριά να πατήσει’. Κάποιοι μαθητές ωστόσο, είναι σε θέση να  αποδεχτούν ψύχραιμα και ρεαλιστικά το περιορισμένο βαθμό ελέγχου που έχουν στη διαδικασία και μπορούν να αντιμετωπίσουν σαν μία πρόκληση τους εξωγενείς παράγοντες (τα θέματα, την επίδοση των άλλων μαθητών και άλλους τυχαίους παράγοντες). ‘Άλλωστε είναι αμφίβολο εάν το σύστημα αυτό (που οι ΠΕ είναι το απόγειο του) τελικά εφοδιάζει το μαθητή μακροπρόθεσμα με εφαρμοσμένη γνώση, συστηματικές δεξιότητες μελέτης και ικανότητες επίλυσης προβλημάτων. Αυτά είναι τα εφόδια που επί της ουσίας θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στην επαγγελματική του πορεία και στη προκειμένη, στην επιτυχία στις ΠΕ. Η δεξιότητα του να μαθαίνει κανείς, αποτελεί μία επίκτητη και όχι έμφυτη δεξιότητα (όπως συχνά θεωρείται) και στηρίζεται σε τεχνικές μελέτης που ταιριάζουν στο κάθε άτομο ξεχωριστά και το βοηθούν να προσαρμοστεί στα εκάστοτε δεδομένα που αντιμετωπίζει. Η ευελιξία και η εφευρετικότητα στη μάθηση, με άλλα λόγια, αποτελούν τα σημαντικά επιτεύγματα της εκπαίδευσης, που εάν καλλιεργηθούν, εξασφαλίζουν σε κάποιον επαγγελματική επιτυχία. Αυτά είναι και τα εφόδια που θα έπρεπε να έχει κανείς αποκομίσει από το σχολείο αρχικά και από την ειδίκευση του αργότερα, αλλά δυστυχώς το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα εμφανίζεται το ίδιο ως μη ευέλικτο και εφευρετικό όσον αφορά τις  εξελίξεις των καιρών.

       Παράλληλα και σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια αυτού του εκπαιδευτικού συστήματος, η  αυξημένη πίεση και η μεγαλοποίηση της σημασίας των ΠΕ που παρατηρείται στη χώρα μας, ενισχύεται επιπλέον από την κουλτούρα της ελληνικής οικογένειας. Η  ελληνική οικογένεια ανέκαθεν αντιμετώπιζε τις σπουδές των παιδιών της ως μία δίοδο που της επέτρεπε να υπερβεί την όποια κοινωνική της τάξη και να αναδειχθεί ηθικά και κοινωνικά. Οι Έλληνες γονείς έχουν βαθιά ριζωμένη τη νοοτροπία του να ‘θυσιάσουν τα πάντα’ προκειμένου να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Έτσι συχνά παρατηρούμε τους γονείς να εμπλέκονται υπερβολικά στη μάθηση των παιδιών τους, από τα χρόνια του σχολείου και ιδιαίτερα κατά τη διαδικασία προετοιμασίας  των ΠΕ. Αυτό είναι εμφανές σε δύο επίπεδα. Αφενός σε πρακτικό επίπεδο αφιερώνουνε πολύ χρόνο και χρήματα, εμπλέκονται σε συνεχείς συζητήσεις, δυαδική μελέτη και έλεγχο της προετοιμασίας των παιδιών τους. Αφετέρου και ψυχολογικά, δηλαδή πιέζουν υπερβολικά τα παιδιά τους, προβάλλοντας συχνά σε αυτά δικές τους ψυχολογικές ανάγκες (για επιτυχία, κύρος, άνοδο κοινωνικής τάξης, οικονομική ανεξαρτησία). Αντίστοιχα, σε πιθανή αποτυχία των παιδιών τους  προβάλλουν τη ματαίωση όλων αυτών των δικών τους ψυχολογικών αναγκών.

       Για του παραπάνω λόγους, είναι σημαντικό οι γονείς να είναι σύμμαχοι στη προσπάθεια των παιδιών τους και να μην αποτελούν ένα ακόμα επιβαρυντικό παράγοντα στο άγχος και την επίπονη προσπάθεια τους. Οι μαθητές που δεν έχουν την εμπιστοσύνη και συμπαράσταση των γονιών  τους, δεν ενθαρρύνονται συνολικά από αυτούς να αυτονομηθούν και να αναλάβουν την ευθύνη για την πρόοδο τους και ως εκ τούτου δεν καταφέρνουν να αναπτύξουν εσωτερικά κίνητρα που θα τους εφοδιάσουν σε κάθε μελλοντική μάχη που θα δώσουν. Σε αντίθεση, οι μαθητές που έχουν τη γονική συμπαράσταση και εμπιστοσύνη καταφέρνουν να προσδιορίσουν τον εαυτό τους ως αυτόνομες οντότητες (νεαροί ενήλικες), που επιδιώκουν, παράλληλα με τη στήριξη των γονέων, τη καλύτερη αξιοποίηση του δυναμικού τους. Αυτοί οι μαθητές βιώνουν το φυσιολογικό άγχος που αρμόζει στην εξελεγκτική φάση αυτή. Όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή μας μαθαίνονται μέσω της επανάληψης και στη συνέχεια ενισχύονται ή αποθαρρύνονται μέσω ενός  μηχανισμού φαύλου κύκλου:, οι γονείς που έχουν τη τάση να μην εμπιστεύονται τα παιδιά τους, αποθαρρύνουν (πολλές φορές ασυνείδητα) την αυτονόμηση τους και ως αποτέλεσμα ενισχύεται η αδράνεια τους και αποδεικνύεται η αδυναμία να τα εμπιστευτεί κανείς. Αντίστοιχα οι γονείς που έχουν τη τάση να εμπιστεύονται τα παιδιά τους, τα ενθαρρύνουν να είναι περισσότερο αυτόνομα και να πράττουν με τρόπο που εν τέλει κερδίζει την εμπιστοσύνη τους.

     Οι ΠΕ αποτελούν μία μόνο σημαντική μάχη από τις αμέτρητες που θα χρειαστεί να δώσει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του. Η καλλιέργεια των ξεχωριστών δυνατοτήτων του κάθε ατόμου και η εμπιστοσύνη του σε αυτές είναι το βασικό προσόν για επιτυχία σε οποιοδήποτε τομέα. Αυτό είναι κάτι που χτίζεται σταδιακά και εδραιώνεται σαν μία αίσθηση αυτοπεποίθησης και  εμπιστοσύνης στον εαυτό μας. Ας ενισχύσουμε τους μαθητές να αναπτύξουν αυτή την αίσθηση της αυτοπεποίθησης ξεκινώντας από το σχολείο (με ένα καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα), με τη συμπαράσταση των γονιών (ενισχύοντας την αυτονομία των μαθητών στη μάθηση και τη ζωή) και ας ευχηθούμε στο κάθε μαθητή καλή επιτυχία στη κατάκτηση των ονείρων του!

Εκπαιδεύοντας το Μυαλό στον Αθλητισμό : Η Νοερή Εξάσκηση

      Οι τεχνικές νοερής εξάσκησης, νοητικής απεικόνισης ή αλλιώς τεχνικές οραματισμού, βρίσκουν ποικίλες και αυξανόμενες εφαρμογές  στον χώρο του αθλητισμού, μετά από εντεινόμενες έρευνες  που καταδεικνύουν τις ευεργετικές ιδιότητες τους στην επίδοση των αθλητών. Η νοητική απεικόνιση είναι μία γνωσιακή-συμπεριφορική παρέμβαση βασισμένη στη μνήμη, που επιδρά στις κινητικές ικανότητες (αλλά και σε πολλά άλλα επίπεδα) έτσι ώστε να αυξήσει την επίδοση του αθλητή.

   Περιλαμβάνει τον αθλητή να φαντάζεται  τον εαυτό του να εκτελεί το αγώνισμα του, χρησιμοποιώντας όλες της αισθήσεις του (όραση, ακοή, όσφρηση, γεύση και  κιναίσθηση – αφή/πίεση/ένταση) παρά την απουσία της φυσικής κατάστασης.  Η νοητική απεικόνιση  πρέπει να περιλαμβάνει ξεκάθαρες εικόνες των ενεργειών του αθλητή και την αλληλεπίδραση του με το περιβάλλον, έτσι ώστε η διαδικασία να εκτυλίσσεται βήμα-προς-βήμα, όσο πιο ξεκάθαρα και προοδευτικά γίνεται. Ο οραματισμός αυτός πρέπει να καταλήγει σε μία επιτυχή προσπάθεια εκ μέρους του αθλητή και ως αποτέλεσμα να καταλήγει στο αίσθημα ικανοποίησης και χαράς που συνοδεύει μία επιτυχία.

Η νοερή εξάσκηση μπορεί να βοηθήσει τον αθλητή σε πολλά επίπεδα:

Α) Ο αθλητής τελειοποιεί τις τεχνικές και ικανότητες του. Καθώς ο αθλητής απεικονίζει σε στο μυαλό του με λεπτομέρεια τη σωστή αλληλουχία των κινήσεων που τον οδηγούν στην επιτυχία, τελειοποιεί νοητικά τις τεχνικές και ικανότητες του. Ο αθλητής μπορεί να σκεφτεί πόσο δυνατά και τεχνικά πρέπει να χτυπήσει τη μπάλα (π.χ. στο ποδόσφαιρο), πόσο ψηλά πρέπει να πηδήξει (π.χ. στο μπάσκετ ή στο άλμα εις ύψος), πόση ταχύτητα πρέπει να έχει (π.χ. στο τρέξιμο) και πόση ακρίβεια στη κίνηση του (π.χ. στην ενόργανη γυμναστική ή σε κάποια πολεμική τέχνη). Το μυαλό έχει τη δυνατότητα να φανταστεί και να αποσαφηνίσει όλες τις λεπτομέρειες της κιναίσθησης που περιλαμβάνει η δραστηριότητα: τη φορά της κίνησης, τη τοποθέτηση όλου του σώματος σε σχέση με το περιβάλλον, τη τριβή, την ορμή κ.τ.λ.

Β) Ενισχύει τα κίνητρα του. Δημιουργώντας ζωντανές εικόνες που αποσαφηνίζουν τους συγκεκριμένους στόχους που επιζητά ο αθλητής μέσα από τη δραστηριότητα , συνειρμικά φέρνει στη μνήμη του  παρελθοντικές στιγμές  όπου τα κίνητρα αυτά ικανοποιήθηκαν. Π.χ. ο αθλητής, μπορεί να φέρει στο μυαλό του τη τελευταία φορά που σκόραρε σε ένα σημαντικό αγώνα, ή την επιβολή του σε ένα σπουδαίο αντίπαλο και να οραματιστεί αντίστοιχα το ιδανικό αποτέλεσμα της τωρινής του προσπάθειας.

Γ) Μειώνει το στρες.  Στον οραματισμό, ο αθλητής εξοικειώνεται με  το  χώρο επίδειξης ή εξέτασης  της δραστηριότητας  (π.χ. το γήπεδο, το γυμναστήριο, τη σκηνή επίδειξης, το ring, τον υπαίθριο χώρο όπως το βουνό  ή τη θάλασσα). Σε αυτή τη διαδικασία αποκτά αίσθηση των κλιματολογικών συνθηκών κατά τη δραστηριότητα (κρύο/ζέστη/βροχή/χιόνι), την ένταση των ηχητικών ερεθισμάτων (τη φασαρία ενός γηπέδου, την ησυχία ενός θεάτρου, τον αέρα του βουνού κ.α.). Έτσι ο αθλητής αυξάνει την ετοιμότητα και προσαρμογή του στις συνθήκες αυτές, μειώνοντας το στρες ενώ παράλληλα εξοικονομεί  ενέργεια για το εκτελεστικό κομμάτι της δραστηριότητας .

Δ) Αυξάνει την αυτοπεποίθηση του. Ο αθλητής οραματίζεται τον εαυτό του να εκτελεί επιτυχημένα αυτές τις κινήσεις που περιλαμβάνει η δραστηριότητα και συνθέτει έτσι μία εικόνα νικητή για τον εαυτό του, αυξάνοντας σημαντικά την αυτοπεποίθηση του. Έρχεται  δηλαδή σε επαφή με την ικανοποίηση και τη θετική ψυχολογία που η επιτυχία περιλαμβάνει και δεν αναλώνεται σε σκέψεις και συναισθήματα που πλαισιώνουν την αποτυχία.

Ε) Επαναφέρει τη συγκέντρωση στο στόχο. Η τεχνική του οραματισμού  μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια μίας αγωνιστικής δραστηριότητας η οποία δεν πάει τόσο καλά (π.χ. σε τυχόν τραυματισμό του αθλητή), έτσι ώστε ο αθλητής να καταφέρει να επαναπροσδιοριστεί ως προς το στόχο του και να ανακτήσει την αυτοσυγκέντρωση, τη θετική και ενεργητική ψυχολογία που χρειάζεται. 

   Συνολικά λοιπόν, η τεχνική του οραματισμού προετοιμάζει τον αθλητή στο να έχει τη πλέον κατάλληλη ψυχολογία για την εκτέλεση της αγωνιστικής δραστηριότητας και τη διεκδίκηση της επιτυχίας.  Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ανάλογα με τις ανάγκες του αθλητή και της περίστασης για τη τελειοποίηση δεξιοτήτων, την αύξηση της αυτοπεποίθησης, την επίλυση προβλημάτων που μπορεί να προκύψουν στον αγώνα, τη μείωση του στρες, για την ανάλυση και αναφορά παρελθοντικής επίδοσης, για τη προετοιμασία επόμενης επίδοσης και για την επίτευξη της νοητικής ‘διαύγειας’ που χρειάζεται ο αθλητής σε ένα δύσκολο σημείο του αγώνα.  Επιδέχεται βελτίωση ανάλογα με το πόσο τακτικά και ζωντανά τη κάνει πρακτική κανείς. Όσο πιο πολύ-αισθητητριακή είναι η νοητική απεικόνιση (συμμετέχουν δηλαδή πολλές αισθήσεις ταυτόχρονα) τόσο πιο αποδοτική θα είναι. Η επανάληψη επίσης είναι σημαντική για να μπορεί εύκολα ο αθλητής να συγκεντρωθεί σε αυτή όταν του είναι απαραίτητο. Ο οραματισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί προ της αγωνιστικής δραστηριότητας, κατά τη διάρκεια αυτής και μετά από αυτή. Επίσης, η τεχνική μπορεί να εξελιχτεί με διάφορους τρόπους ανάλογα με τις ανάγκες του αθλητή και του αθλήματος.

        Ο λόγος που η νοητική απεικόνιση είναι τόσο αποτελεσματική, είναι γιατί κατά τη διάρκεια του οραματισμού των κινήσεων που χρειάζεται να γίνουν κατά τη δραστηριότητα, δημιουργούνται νευρικά πρότυπα και συνάψεις στον εγκέφαλο, σαν να είχαν γίνει σωματικά αυτές οι κινήσεις. Πέραν της νευρο-μϋικής αυτής  προσέγγισης όμως, ο οραματισμός είναι  αποτελεσματικός με μία πολύ ευρύτερη έννοια, καθώς ‘εκπαιδεύει’ τις νοητικές λειτουργίες του εγκεφάλου μας που ευθύνονται για τη μάθηση, τις σωματικές αντιδράσεις που συνοδεύουν τα αισθήματα και τη διάθεση μας  και επιδρά στους πολύ-επίπεδους μηχανισμούς που επηρεάζουν ολιστικά την ενέργεια μας κατά της δραστηριότητα. Η νοερή εξάσκηση λοιπόν, στοχεύει στο να εκπαιδεύσει το μυαλό και να δημιουργήσει  τα νευρικά εγκεφαλικά πρότυπα προκειμένου να διδάξει στους μύες να κάνουν αυτό ακριβώς που θέλουμε να κάνουν!(PorterK. & Fosterj., 1990).

    Οι τεχνικές οραματισμού χρησιμοποιούνται ευρέως σε πολλά αθλήματα ιδίως από  ‘ελίτ’ αθλητές και μάλιστα έρευνες δείχνουν τη χρήση αυτών σε ποσοστό 99% ανάμεσα σε αθλητές ολυμπιακών αγώνων. Ας μη ξεχνάμε λοιπόν ότι το μυαλό και το σώμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα και έτσι ο αθλητισμός δε θα έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο την άσκηση του σώματος, αλλά και την εκπαίδευση του μυαλού. Ο  συνδυασμός των δύο εξελίσσει σημαντικά το επίπεδο του αθλητή.

Μέση Ηλικία : Εξελικτική Μετάβαση ή Κρίση;

Μέση Ηλικία : Εξελικτική Μετάβαση ή Κρίση;

 

     Η ‘κρίση της μέσης ηλικίας’ είναι ένας όρος που εμφανίζεται στη βιβλιογραφία κυρίως των δυτικών κοινωνιών, αναφερόμενος σε μία περίοδο δραματικής αυτό-αμφισβήτησης που κάποιοι  άνθρωποι βιώνουν κατά τα  χρόνια της μέσης ηλικίας. Η λεγόμενη αυτή κρίση περιλαμβάνει κυρίως  την αντιμετώπιση της πραγματικότητας του ότι η νεότητα απομακρύνεται και γίνεται παρελθόν, ενώ ο άνθρωπος βαδίζει αναπόφευκτα προς τα γηρατειά και το θάνατο.

   Οι παράγοντες που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε αμέτρητους συνδυασμούς κατά τη μέση ηλικία (που θεωρητικά εκτείνεται από τα 35 ως τα 65 έτη) και που μπορεί να θεωρηθούν αφορμές για να βιώσει κανείς τη λεγομένη ‘κρίση της μέσης ηλικίας ’ περιλαμβάνουν:

   Προβλήματα υγείας που πρωτο-εμφανίζονται τότε (καρδιαγγειακά, μυοσκελετικά, παχυσαρκία και έκπτωση αισθητηρίων ικανοτήτων όπως η όραση και η ακοή αλλά και έκπτωση νοητικών λειτουργιών όπως η μνήμη και η συγκέντρωση). Για τις γυναίκες, η μέση ηλικία σηματοδοτεί τη σημαντική απώλεια της αναπαραγωγικής ικανότητας –την εμμηνόπαυση (συνήθως στην ηλικία των 48-52 ετών), μία δραματική αλλαγή στα επίπεδα ορμονών, μεταξύ άλλων, τη διακοπή της παραγωγής των οιστρογόνων και της προγεστερόνης. (Στους άντρες παρατηρείται εξίσου μία μείωση της παραγωγής της τεστοστερόνης  με το πέρασμα του χρόνου, κάτι το οποίο όμως  συμβαίνει σταδιακά και σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία και ο όρος ανδρόπαυση χρειάζεται περισσότερη επιστημονική τεκμηρίωση). Αυτές οι ορμονικές αλλαγές συνοδεύουν  αλλαγές στην διάθεση και συμπεριφορά του ατόμου και μπορούν να ενταχθούν στον ευρύτερο όρο της ‘κλιμακτηρίου’ που συμπεριλαμβάνει  τις αντιλήψεις του ανθρώπου συνολικά, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του, τη θετική ή αρνητική στάση του στη ζωή, το ρόλο του στην οικογένεια και τη κοινωνία, τον τρόπο ζωής του και τη κοινωνική στήριξη που έχει σε αυτή τη περίοδο.

      Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι οι αλλαγές στη σύσταση της οικογένειας που λαμβάνουν χώρα σε αυτή την ηλικία: Τα παιδιά μεγαλώνουν και αφήνουν το σπίτι κάνοντας δική τους οικογένεια – κάτι που έχει χαρακτηριστεί ως το ‘σύνδρομο της άδειας φωλιάς’ και το μεσήλικο ζευγάρι τίθεται να επανεκτιμήσει τη σχέση του σε ένα νέο πλαίσιο, όπου δεν υπάρχει πλέον ο γονικός ρόλος που κρατούσε το ζεύγος ενωμένο. Ο περισσότερος  ελεύθερος χρόνος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ικανοποιητικά (κάποια ζευγάρια αναβιώνουν ένα δεύτερο ‘μήνα του μέλιτος’) η να φτάσει μέχρι και στο διαζύγιο. Αν το ζευγάρι καταφέρει να ξεπεράσει τα αρνητικά αισθήματα που συνοδεύουν στην αρχή αυτή τη διάσπαση στην οικογένεια, τότε συνήθως μπορούν να συνειδητοποιήσουν  ότι έχουν φέρει εις πέρας έναν βασικό στόχο της ανθρώπινης ζωής, να εκτιμήσουν τη καλή δουλειά που έχουν κάνει και να χαλαρώσουν απολαμβάνοντας  τη περισσότερη ελευθερία που έχουν. Αντίθετα αν το ζευγάρι συνειδητοποιήσει ότι τα προβλήματα της σχέσης του παίρνουν δραματικές διαστάσεις τότε μπορεί να φτάσει  και στο χωρισμό. Είναι αναμενόμενο ένα διαζύγιο κατά τη μέση ηλικία να επιφέρει περισσότερη δυστυχία σε σχέση με ένα διαζύγιο κατά τα πρώτα έτη του γάμου και αυτό γιατί τα έτη του γάμου είναι περισσότερα και οι οικονομικό-κοινωνικές αλλαγές που προκύπτουν για το άτομο είναι μεγαλύτερες και πιο πολύπλοκες.

     Περισσότερο, τα αυξημένα προβλήματα υγείας των υπερήλικων  πλέον γονέων του ατόμου  της μέσης ηλικίας, έχει ως αποτέλεσμα συνήθως τις  αυξημένες υποχρεώσεις στη φροντίδα τους και αυτό επιφέρει πρόσθετη δυσκολία στο να βρει κανείς ικανοποιητικό νόημα σε αυτή τη περίοδο της ζωής του. Ακόμα, ο πιθανός θάνατος των γονέων του ατόμου (της μέσης ηλικίας) φέρνει στην επιφάνεια το θρήνο και το προβληματισμό και μπορεί να επιφέρει μέχρι και κατάθλιψη (ανάλογα με τη προδιάθεση του κάθε ανθρώπου στο να προσαρμόζεται ή να είναι ευάλωτος στις εκάστοτε προκλήσεις της ζωής).  Όλες αυτές οι αλλαγές αυτές μπορούν να γίνουν έκδηλες στις διαπροσωπικές σχέσεις, το γάμο, την καριέρα και όλους τους τομείς που είναι σημαντικοί για τον άνθρωπο.

       Όπως υποστηρίζει ο εξελικτικός ψυχολόγος  E. Eriksonσε κάθε εξελικτικό στάδιο της ζωής  (οκτώ διακριτά στάδια κατά τον Erikson), ο άνθρωπος τίθεται να αντιμετωπίσει (επαρκώς ή ανεπαρκώς) κάποια ‘κρίση’, προκειμένου να προχωρήσει με αυξημένη προσαρμοστική ικανότητα  στο επόμενο εξελικτικό στάδιο.  Το έβδομο στάδιο του Eriksonπεριλαμβάνει τη κρίση  μεταξύ του να είναι και να νιώθει κανείς παραγωγικός, έναντι του να είναι και να νιώθει στάσιμος. Ο εξελικτικός στόχος για τη μέση ηλικία είναι το να είναι κανείς δημιουργικός και παραγωγικός στην εργασία του, δοτικός και χρήσιμος απέναντι στο σύντροφο του και στα παιδιά του και έτσι να έχει αναπτύξει και να βιώνει μία αίσθηση προσωπικής επιτυχίας και ολοκλήρωσης.

     Καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει και οδεύει προς τη τρίτη ηλικία, προκύπτει μία διάθεση ανασκόπησης της μέχρι τώρα πορείας του στη ζωή και αντίστοιχα μία οπτική για το πώς φαντάζεται ότι θα οδεύσει  στον εναπομείναντα  χρόνο της  ζωής του. Ως αποτέλεσμα συχνά προκύπτει αυξημένη επιθυμία να παράγει κανείς κάτι που θα μείνει πίσω του, κάτι που θα είναι χρήσιμο στου άλλους γύρω του -  ιδίως στους νεότερους ανθρώπους όπως τα παιδιά του ιδίου ή γενικότερα στους νέους, αν το επιτρέπει ο κοινωνικός του ρόλος. Μία έκφανση, ενδεικτική καλής προσαρμοστικότητας ,αυτής της τάσης, είναι το να γίνει κανείς μέντορας νεότερων ανθρώπων και να μοιράζεται μαζί τους τη γνώση και τη φιλοσοφία της ζωής. Μία άλλη έκφανση είναι το να εδραιώσει κανείς την οικονομική ή καλλιτεχνική περιουσία του (να χτίσει νέα ή να ανασκευάσει τη κατοικία του, να επεκτείνει την επιχείρηση του ή να αυξήσει τις ώρες εργασίας του) με στόχο να τελειοποιήσει ένα έργο που θα είναι ενδεικτικό της προσφοράς του και που θα παραδώσει συνήθως στους απογόνους του.

    Αν όμως ο άνθρωπος σε αυτή τη φάση της ζωής του αποτύχει στο να αισθάνεται παραγωγικός τότε το αίσθημα που πιθανώς να τον διακατέχει είναι αυτό της στασιμότητας, του αισθήματος της πλήξης και της μαλθακότητας. Αυτή η συναισθηματική κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ‘κρίση της μέσης ηλικίας’  και συνοδεύει μία  δυσκολία στο να προσφέρει ουσιαστικά κανείς στους άλλους, αντιθέτως σηματοδοτεί μία αυξημένη διάθεση για αυτό-ικανοποίηση. Έτσι άνθρωποι μέσης ηλικίας που νιώθουν αυτή τη στασιμότητα και πλήξη, εμφανίζουν συχνά μία παλινδρομική τάση να επιδίδονται σε δραστηριότητες ή κοινωνικές συναναστροφές που στο παρελθόν προσέφεραν ανακούφιση. Σημαντική έκφανση είναι η παλινδρόμηση στο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων καθώς και ο άντρας και η γυναίκα, μπορεί να εκφράσουν αυξημένα την εφηβική ανάγκη για αναγνώριση, ιδίως από το άλλο φύλλο –κάτι που μπορεί να παρατηρηθεί στην αυξημένη ενασχόληση με τη περιποίηση της εξωτερικής εμφάνισης ή ακόμα και στη σύναψη εξωσυζυγικών σχέσεων. Άνθρωποι μέσης ηλικίας που αισθάνονται στασιμότητα, μπορεί να επιχειρήσουν να  κάνουν όλα όσα δε πρόλαβαν να κάνουν στη ζωή τους,  εμφανίζοντας αυξημένη επιθυμία για πολλές κοινωνικές εξόδους, πολλά προσωπικά έξοδα, ή δραστηριοποίηση σε εντελώς καινούργιους τομείς . Περισσότερο, ανάλογα με τα κοινωνικά στερεότυπα και τη πολιτική της εκάστοτε κοινωνίας, συχνά  στο τομέα της εργασίας, ο μεσήλικας εργαζόμενος παραγκωνίζεται αφήνοντας περισσότερο ‘χώρο’ για τους νέους ανθρώπους που συνεισφέρουν περισσότερη γνώση μοντέρνων τεχνικών, με αποτέλεσμα, αν ο μεσήλικας άνθρωπος δε καταφέρει να προσαρμοστεί κάνοντας μία ευεργετική αλλαγή,  πιθανώς να αρχίσει να αισθάνεται και εκεί ένα παλίνδρομο αίσθημα θυμού και ανταγωνισμού για τους νέους,   κάτι που περισσότερο αρμόζει στην εφηβεία και τη παιδική ηλικία.

     Υπάρχουν διαφορές μεταξύ αντρών και γυναικών στους τομείς που νιώθουν την ανάγκη να εστιάσουν την ενέργεια τους και αυτό προδιαγράφεται σε μεγάλο βαθμό από τη δομή και κουλτούρα της κάθε κοινωνίας (Οι άντρες συχνά εμφανίζουν αυξημένη ενασχόληση με την οικογένεια και αποδέχονται σε μεγαλύτερο βαθμό τη γυναικεία πλευρά του χαρακτήρα τους, ενώ οι γυναίκες εμφανίζουν αυξημένη διάθεση για εργασία).

      Η νεότητα στο μυαλό των περισσοτέρων ανθρώπων συνδέεται με θετικές ιδιότητες όπως η ζωντάνια, η ξενοιασιά, η διεκδίκηση ονείρων και η απεραντοσύνη των ανθρώπινων επιλογών. Σε αντίθεση, τα γηρατειά φέρνουν στο νου των ανθρώπων αδυναμίες, δυσκολίες, απώλειες και όρια στις ανθρώπινες επιλογές που απομένουν. Έτσι είναι κατανοητό πως κανείς άνθρωπος δε θα βαδίσει αυτή την ενδιάμεση περίοδο της ζωής του με ελαφρότητα και μόνο θετική σκέψη. Όμως η ζωή αποτελείται από προκλήσεις από την ώρα που γεννιέται κανείς μέχρι και την ώρα που πεθαίνει και έτσι, η ‘κρίση της μέσης ηλικίας’, όπως υποστηρίζει και η σύγχρονη βιβλιογραφία, δεν αποτελεί κρίση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ηλικία. Μία θετική στάση απέναντι στις αλλαγές της ζωής και η ικανότητα για προσαρμογή , είναι τα εφόδια που θα διακρίνουν τον άνθρωπο που βιώνει τη μέση ηλικία ως μία φυσιολογική μετάβαση στο επόμενο εξελικτικό στάδιο της ζωής ή ως μία εξελικτική ‘κρίση’ που ιδανικά θα αρνούνταν να βιώσουν. 

     H υποστήριξη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας και καλό είναι να τη ζητάμε όταν πραγματικά τη χρειαζόμαστε. Για τις οργανικές αλλαγές και  δυσκολίες της μέσης ηλικίας συμβουλευόμαστε το θεράποντα ιατρό μας και το γυναικολόγο. Οποιεσδήποτε και αν είναι οι δυσκολίες που βιώνει κανείς, υπάρχει πάντα η ψυχολογική στήριξη ή και η ψυχιατρική φαρμακευτική αντιμετώπιση, αρκεί κανείς να πάρει την υπεύθυνη απόφαση να ζητήσει βοήθεια.

Η Χρόνια Ψυχική Νόσος για τον Ασθενή και την Οικογένεια του

Ο ασθενής που αντιμετωπίζει τη διάγνωση μίας  χρόνιας οργανικής ή ψυχικής νόσου, έρχεται αντιμέτωπος με μία σειρά δύσκολων αισθημάτων, κυρίως αυτά του πόνου, του φόβου, του θυμού, της θλίψης, των ενοχών, της απελπισίας και της χαμηλής αυτοπεποίθησης. Τέτοιες ασθένειες είναι ο καρκίνος, η σκλήρυνση κατά πλάκας, τα εγκεφαλικά επεισόδια,  το aids, η άνοια, η σχιζοφρένεια, η διπολική συναισθηματική διαταραχή κ.α. Ο ασθενής τέτοιων νόσων υπόκειται σε μία συνεχή διαδικασία αναπροσαρμογής  στα  ανατρεπτικά δεδομένα της νόσου, τα οποία βιώνονται ως ‘εκτός του ελέγχου του’– κάτι το οποίο κυριολεκτικά κατακερματίζει την αίσθηση του ατόμου ως  υγιές, ενεργό και αυτόνομο ον. Η αναμενόμενη επιδείνωσης μίας χρόνιας νόσου και η αβεβαιότητα σχετικά με τη πρόγνωση και τη πορεία της, θέτουν τον ασθενή και τους οικείους του σε μία συνεχή αναδιαπραγμάτευση της οπτικής τους απέναντι στη ζωή και το θάνατο. Ο ασθενής τίθεται να επανεξετάζει ολόκληρη την ύπαρξη του, τη καθημερινότητα του, τους στόχους και τα όνειρα του, ενόψει του εναπομείναντος  χρόνου της ζωής του. Αντίστοιχα τίθεται να προσαρμοστεί στα εκάστοτε ανατρεπτικά δεδομένα της νόσου που περιλαμβάνουν σωματικά και ψυχολογικά συμπτώματα, απώλειες δεξιοτήτων / αλλαγές στη καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, στην αυτοεκτίμηση του και στις σχέσεις του με τους άλλους. Αυτή είναι μία ιδιαίτερα δύσκολη διαδικασία όπου ο ασθενής αλλά και η οικογένεια του έρχονται σε επαφή με τους ιδιαίτερους προβληματισμούς τους, τους φόβους τους, το θυμό, τη θλίψη και τις ανασφάλειες τους. Αντίστοιχα, η αλληλεπίδραση, οι ρόλοι και η επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας υπόκεινται σε αλλαγές και συχνά ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα βρίσκεται σε σύγχυση και αποδιοργάνωση.

Για την ομαλότερη προσαρμογή και διαχείριση μίας τέτοιας εμπειρίας , είναι απαραίτητο ο ασθενής και η οικογένεια του  να λαμβάνουν την ενημέρωση και στήριξη που χρειάζονται. Αυτό παρέχεται από τον αρμόδιο ιατρό που διαγιγνώσκει τη πάθηση - στη περίπτωση της οργανικής πάθησης και το ψυχίατρο στη περίπτωση της ψυχικής νόσου. Η οικογένεια και ο ασθενής πρέπει  να ενημερωθούν αναλυτικά για τη φύση της διαταραχής, τα συμπτώματα που περιλαμβάνει, τα πιθανά αίτιά της, την πορεία και την πρόγνωσή της, έτσι ώστε να έχουν συνολικά μία καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνοδεύουν τη νόσο. Συγκεκριμένες πληροφορίες για την κατάλληλη φαρμακοθεραπεία, τις πιθανές παρενέργειες της και τη καλύτερη αντιμετώπιση τους, είναι απαραίτητες για τη συνεργασία του ασθενούς στη θεραπεία του. Ο ρόλος της οικογένειας είναι καθοριστικός στη διασφάλιση της τακτικής τήρησης της θεραπείας από τον ασθενή και της ευρύτερης  συνεργασίας του με τους θεράποντες ιατρούς του.

Ο ασθενής και η  οικογένεια του, συχνά χρειάζονται επιπλέον στήριξη από ειδικευμένο ψυχολόγο / ψυχοθεραπευτή, έτσι ώστε να ενισχυθούν στις δεξιότητες τους να επικοινωνούν υποστηρικτικά μεταξύ τους,  με στόχο να αποφορτίζονται, χωρίς όμως να ανακυκλώνεται το στρες μέσα στην οικογένεια, αλλά οι σχέσεις των μελών να γίνονται πιο ουσιαστικές.  Είναι σημαντικό ο ασθενής και η οικογένεια να καταφέρουν να επικοινωνούν ανοιχτά για τα σοβαρά τους ζητήματα, χωρίς υπονοούμενα και μυστικά, αλλά με ειλικρίνεια και ενδιαφέρον. Καλό είναι να μπορούν να μοιραστούν και να αναδιαπραγματευτούν τη δύσκολη εμπειρία τους. Μέσω της έκφρασης  και της ανταλλαγής απόψεων, ενισχύεται η αίσθηση του ‘κοινού’ στα προβλήματα, απομυθοποιώντας τη νόσο. Έτσι, ενισχύεται η αυτοεκτίμηση του ασθενούς και ανακουφίζεται από το  αίσθημα της αποξένωσης και του ‘στίγματος’ που συχνά είναι σύμφυτα με το ψυχικό τραύμα μιας χρόνιας ασθένειας.

Το ζητούμενο είναι ο ασθενής και η οικογένεια του να καταφέρουν  να συνυπάρχουν και να ζουν με ό,τι τραυματικό βιώνουν, χωρίς όμως να κατακλύζονται από ανυπόφορα συναισθήματα και χωρίς να απομονώνονται και να περιθωριοποιούνται.  Μία πιο  ώριμη αποτίμηση του τι σημαίνει η νόσος στη ζωή του ασθενούς και της οικογένειας περιλαμβάνει την αποδοχή και προσαρμογή στους περιορισμούς και τις αλλαγές που χρειάζεται, διατηρώντας  όμως παράλληλα κάποιους  ρεαλιστικούς στόχους και προσδοκίες για το μέλλον.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας

Η παιδική  παχυσαρκία  αποτελεί ολοένα αυξανόμενο φαινόμενο. Οι διατροφικές συνήθειες σχηματίζονται πολύ νωρίς σε ηλικία και επηρεάζονται από το πώς χρησιμοποιείται το φαγητό στις οικογενειακές και κοινωνικές μας αλληλεπιδράσεις. Ποιες είναι  όμως οι ψυχολογικές επιπτώσεις  του να μεγαλώνει κανείς υπέρβαρος σε μία κοινωνία  που συστηματικά  κρατά μία απορριπτική στάση προς τους παχύσαρκους? Και αν υπάρχουν επιπτώσεις πως αυτές εκφράζονται; Ο στιγματισμός των παχύσαρκων αναγνωρίζεται και διερευνάται τουλάχιστον τα τελευταία πενήντα έτη.

Έρευνες  που έχουν γίνει στο τομέα της παχυσαρκίας παραθέτουν αντιφατικά  ευρήματα. Από τη μία η παχυσαρκία συσχετίζεται με περισσότερα διαδεδομένα ψυχολογικά προβλήματα ,όπως η κατάθλιψη (Britz et al., 2000). Άλλα ευρήματα  πάλι παρουσιάζουν τους παχύσαρκους ανθρώπους ως  ‘χιουμορίστες’ και ως  ‘ζεστές  προσωπικότητες’ (Dejong&Kleck, 1986). Αυτή η τελευταία συσχέτιση δε βρίσκει υποστήριξη στη πιο πρόσφατη βιβλιογραφία. Ούτε όμως και για τη συσχέτιση της παχυσαρκίας με τη κατάθλιψη είναι ξεκάθαρα τα ευρήματα. Η κατάθλιψη είναι περισσότερο εμφανής σε δείγματα  παχύσαρκων εφήβων (Britz et al., 2000). Τα κορίτσια είναι εμφανώς  περισσότερο επιρρεπή στη κατάθλιψη  από ότι τα αγόρια (Stunkardetal, 2003). Αυτό ίσως δικαιολογείται στο πλαίσιο της ευρύτερης ενασχόλησης των εφήβων κοριτσιών με την εμφάνιση τους και τη δίαιτα.

Όσον αφορά τη ποιότητα ζωής, σε διάφορες έρευνες έχει παρατηρηθεί ότι οι παχύσαρκοι άνθρωποι έχουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής σε όλες τις μετρήσεις σε σχέση με αυτούς που έχουν ένα φυσιολογικό βάρος (π.χ.Schwimmeretal, 2003).

Περισσότερο, όσον αφορά την αυτοπεποίθηση, η συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας  και αυτοπεποίθησης δεν είναι ξεκάθαρα σημαντική, είναι όμως περισσότερο εμφανής στις κοπέλες  και μάλιστα η συσχέτιση αυτή ενδυναμώνεται καθώς οι κοπέλες περνάνε από την εφηβεία στη νεαρή ενηλικίωση (Miller&Downey, 1999). Μία ενδιαφέρουσα τοποθέτηση έρχεται από το μοντέλο τουCharles Cooleyόπου η αυτοπεποίθηση θεωρείται κοινωνική επί της ουσίας στη φύση της και δίνεται έμφαση στις κριτικές  που φανταζόμαστε ότι οι άλλοι κάνουν για εμάς. Αυτοί που παρουσιάζουν χαμηλή αυτοπεποίθηση αντιλαμβάνονται τους  άλλους να μην έχουν καλή ιδέα για αυτούς, αισθάνονται υποτιμημένοι, παραμελημένοι και κοινωνικά απομονωμένοι. Ιδιαίτερη επιρροή σε αυτές τις φανταστικές επικρίσεις έχουν οι γονείς για τα παιδιά τους και γενικά οι περισσότερο ‘επιτυχημένοι και χαρισματικοί ’ άνθρωποι, τους οποίους φανταζόμαστε να κάνουν πιο σκληρή κρητική  σε σχέση με αυτούς  που είναι λιγότερο επιτυχημένοι και χαρισματικοί.

Όσον αφορά το παιδικό χλευασμό / εκφοβισμό (bullying) στο σχολείο, περισσότερο όλων, χλευάζονται τα υπέρβαρα  κορίτσια και τα πολύ αδύνατα αγόρια. Τα παιδιά  που χλευάζονται εξαιτίας του βάρους τους συνολικά παρουσιάζουν χαμηλότερη αυτοπεποίθηση και αίσθηση αυτό-αποδοτικότητας , με τη μεγαλύτερη δυσκολία  τους να διαφαίνεται στο πως αισθάνονται και αντιμετωπίζονται από τους άλλους όσον αφορά τη εξωτερική τους  εμφάνιση και την αθλητική τους επίδοση. Παρόλα αυτά, τα υπέρβαρα  παιδιά δεν προκύπτει να απομονώνονται όσον αφορά τις φιλίες  τους, εντός και εκτός σχολίου (Phillips&Hill, 1998). Όμως  με το πέρασμα στην εφηβεία οι σχέσεις φαίνεται να γίνονται περισσότερο προβληματικές  για τους υπέρβαρους εφήβους, με μεγαλύτερο κίνδυνο απομόνωσης και θυματοποίησης  . Ένα μεγάλο ποσοστό εφήβων (της τάξεως του 1/3) χλευάζονται στο σχολείο για θέματα βάρους (Eisengerg et.al., 2003). Αυτή η διαφορά μεταξύ παιδιών και εφήβων πιθανώς αντικατοπτρίζει τις διαφορές στα κριτήρια σύναψης σχέσεων και κοινωνικών δικτύων καθώς τα παιδιά ωριμάζουν και καθώς ο παράγοντας  της σεξουαλικής επαφής και του φλερτ  έρχονται στο προσκήνιο.

Τέλος, μερικές παρατηρήσεις που αφορούν γενικά τη παχυσαρκία, συμπεριλαμβανομένου  τους ενήλικες, είναι τα εξής:

Η σχέση παχυσαρκίας και χαμηλής αυτοπεποίθησης  είναι συχνά αμφίδρομη. Η παχυσαρκία οδηγεί συχνά σε χαμηλή αυτοπεποίθηση, αλλά και η χαμηλή αυτοπεποίθηση με τη σειρά της οδηγεί συχνά σε υπερφαγία και έτσι σε περισσότερη παχυσαρκία. Τουλάχιστον αυτά τα ευρήματα υποστηρίζονται σε έρευνες με ενήλικες. Συγκεκριμένα παρατηρείται η έντονη σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και προδιάθεσης για κατάθλιψη, καθώς και ο αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης παχυσαρκίας σε καταθλιπτικούς ασθενείς (Luppino FS et. al., 2010). Περισσότερο, η μειωμένη άσκηση και η κατανάλωση συγκεκριμένων ‘τροφών ανακούφισης’  πλούσιες σε λιπαρά και υδατάνθρακες, με στόχο να ανεβάσουν τη διάθεση, είναι συχνό φαινόμενο στα άτομα  που έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση  ή έχουν προδιάθεση για κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές (Atlantis E., 2009).

Η παχυσαρκία (ακόμα πιο έντονα στη περίπτωση των διατροφικών διαταραχών – τη βουλιμία, την ανορεξία, τα επεισόδια υπερφαγίας) πολύ συχνά αποτελούν μόνο ένα εμφανές σύμπτωμα για άλλα βαθύτερα ζητήματα που απασχολούν το άτομο. Έτσι συχνά οι προσπάθειες να χάσει (στη περίπτωση της παχυσαρκίας / βουλιμίας ) ή να κερδίσει  βάρος κανείς (στη περίπτωση της νευρικής ανορεξίας) είναι επίπονες και μάταιες, καθώς η πρόσληψη ή η απόρριψη της τροφής αντικατοπτρίζει άλλες ψυχολογικές ανάγκες όπως την αυξημένη ανάγκη ή δυσκολία της πρόσληψης στοργής και επαφής.

Συχνά τα παχύσαρκα  άτομα και ιδιαίτερα τα παιδιά ή και οι γονείς αυτών, κάνουν ενεργές προσπάθειες να καλύψουν και να προστατευτούν από τις ψυχολογικές επιπτώσεις  της παχυσαρκίας. Έτσι ως αποτέλεσμα δε λαμβάνουμε πάντοτε έγκυρα μηνύματα για το πως αντιλαμβανόμαστε και πως  μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παχύσαρκο άτομο  που πέραν του βάρους του υποφέρει από αλληλένδετες ψυχολογικές δυσκολίες. Γι’αυτό σε περίπτωση που κάποιος αισθάνεται επανειλημμένα ματαιωμένος / η με το θέμα του βάρους του, καλό είναι να αναζητά τη βοήθεια από αρμόδιο διατροφολόγο ή και από ειδικό ψυχολόγο, που  μπορούν να στηρίξουν τις προσπάθειες του, βοηθώντας τον να κατανοήσει την ιδιαίτερη σχέση που έχει με τη τροφή και το βάρος του. 

Στενές σχέσεις: Γιατί μας είναι τόσο σημαντικές;

Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα. Περνάμε τεράστιο μέρος της ζωής μας σκεφτόμενοι άλλους ανθρώπους και τις αλληλεπιδράσεις μας μαζί τους, το πως τους επηρεάζουμε ή το πως μας επηρεάζουν αυτοί. Αναζητάμε έντονα τη κοινωνική επαφή και βρίσκουμε τις σχέσεις με φίλους, ρομαντικούς συντρόφους και συγγενείς ως ιδιαίτερα σημαντικές στη ζωή μας. Γιατί όμως; Τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε τόσο από τις σχέσεις μας; Ποια είναι τα ψυχολογικά τους οφέλη; Ας δούμε το πώς η σκέψη μας για τις στενές σχέσεις μας, μας βοηθά στη ζωή μας.

Ένα μεγάλο φάσμα ερευνών που επικεντρώνεται στη ποιότητα των δεσμών που συνάπτουμε κατά τη παιδική ηλικία, υποστηρίζει ότι οι στενές μας σχέσεις αρχικά με τους γονείς μας, έχουν καθοριστική επιρροή στη ψυχική μας υγεία αργότερα. Εάν οι αρχικοί αυτοί δεσμοί παρέχουν στο παιδί αγάπη, σταθερότητα και την ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία της μητέρας - το να κατανοεί και να παρεμβαίνει κατάλληλα, βοηθώντας το παιδί να διαχειριστεί τα αισθήματα του καθώς αναπτύσσεται, τότε το παιδί θα καταφέρει να εδραιώσει μία βασική αίσθηση ασφάλειας στη ζωή του. Οι άνθρωποι που από μικρή ηλικία έχουν συνάψει ασφαλείς στενούς δεσμούς με τους γονείς τους, έχουν στη συνέχεια αυξημένη πιθανότητα να επιβεβαιώσουν και να γενικεύσουν αυτή την αίσθηση ασφάλειας στις μετέπειτα διαπροσωπικές τους σχέσεις. Το να έχουμε εδραιώσει μία βασική αίσθηση ασφάλειας μέσα από τις σχέσεις μας, σημαίνει να έχουμε κατ’επανάληψη νοιώσει ότι οι ‘σημαντικοί άλλοι’ (όπως είναι αρχικά οι γονείς μας) θα είναι διαθέσιμοι όταν τους χρειαστούμε. Θα ενδιαφερθούν για τα αισθήματα μας και θα μας ανακουφίσουν από αυτά όταν το χρειαζόμαστε. Με τη σταθερή και στοργική παρουσία των ‘σημαντικών άλλων’, συμπεραίνουμε ότι ‘αντέχουν’ το ποιοι είμαστε και δε θα μας εγκαταλείψουν, ακόμα και αν τους δείξουμε το ‘κακό’ μας εαυτό.

Είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι οι άνθρωποι που έχουν στο ιστορικό τους τέτοιες ποιοτικές σχέσεις προσαρμόζονται ευκολότερα στις διάφορες περιστάσεις της ζωής, είναι ανοιχτοί στη μάθηση, επιδεικνύουν καλύτερη συναισθηματική διαχείριση των αποχωρισμών, της κριτικής και απόρριψης από τους άλλους και συνολικά ανταπεξέρχονται ομαλότερα στις στρεσογόνες καταστάσεις και τις δυσκολίες της ζωής. Περισσότερο, έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι που έχουν στον μυαλό τους ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις, έχουν συνολικά αυξημένη αυτοπεποίθηση, θετική διάθεση και μπορούν να εισπράξουν σχόλια για τις αδυναμίες τους, από τους άλλους, νοιώθοντας λιγότερο απειλημένοι. Σε αντίθεση, οι άνθρωποι που από τη παιδική ηλικία δε κατάφεραν να συνάψουν ασφαλείς, στοργικούς δεσμούς, είναι συχνά προδιατεθειμένοι να συνάπτουν σχέσεις που δε καλύπτουν τις ψυχολογικές ανάγκες τους αλλά συντηρούν και διαιωνίζουν το αρχικό αυτό αίσθημα έλλειψης ασφάλειας και στοργής. Περισσότερο, πληθώρα ερευνών συσχετίζουν την έλλειψη ικανοποιητικών δεσμών  με αυξημένο άγχος, θλίψη, παραβατικές συμπεριφορές, εξαρτήσεις κ.α.

Μετά το πέρασμα της παιδικής ηλικίας, οι σχέσεις μας με τους άλλους συνεχίζουν να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη μας. Οι σχέσεις μας με τους ‘σημαντικούς άλλους’ μας βοηθούν να ενδυναμώσουμε τον εαυτό μας καλύπτοντας μας διάφορες ψυχολογικές ανάγκες μας. Για παράδειγμα, ο H. Kohut παρατήρησε ότι 'οι άλλοι' καλύπτουν την ανάγκη μας για ‘καθρέφτισμα’ – το να μας επιβεβαιώνουν οι άλλοι σαν καθρέφτης όλα αυτά που εμείς είμαστε και εκφράζουμε. Επίσης μας καλύπτουν την ανάγκη μας για ‘εξιδανίκευση’ – την ανάγκη να θαυμάζουμε κάτι μεγαλύτερο και ανώτερο από τον εαυτό μας, έτσι ώστε να εξελισσόμαστε, να έχουμε στόχους. Περισσότερο, η παρουσία των άλλων στη ζωή μας, μας καλύπτει τη βασική υπαρξιακή μας ανάγκη να αισθανόμαστε ότι ανήκουμε κάπου (σε ένα σύνολο) και δεν είμαστε μόνοι. Ψυχολογικοί ερευνητές διαφόρων προσεγγίσεων, επισημαίνουν ότι οι στενές σχέσεις μας με τους άλλους, μας επιτρέπουν περισσότερη κατανόηση και ανάπτυξη του εαυτού μας, μας αποφέρουν μία περισσότερη ρεαλιστική εικόνα του εαυτού μας έναντι μίας εξιδανικευμένης εικόνας, ανακουφίζουν την υπαρξιακή μας ανησυχία και μας βοηθούν συνολικά στη διαχείριση του άγχους μας.

Έτσι λοιπόν κατανοούμε ότι οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας και μάλιστα αποτελούν ζωτικής σημασίας παράγοντα για τη καλή ψυχική μας υγεία και την ικανοποίηση στη ζωή μας. Σαν τις βιταμίνες στη διατροφή μας, οι στενές σχέσεις μας, τονώνουν την αυτοπεποίθηση μας, δίνοντας την ώθηση που χρειαζόμαστε για να συνεχίσουμε να ανταπεξερχόμαστε στις εκάστοτε απαιτήσεις της ζωής. Ουσιαστικά μας θωρακίζουν ψυχολογικά, ώστε να μειώνεται η ισχύς και ο αντίκτυπος που έχουν οι δυσκολίες της ζωής σε εμάς και έτσι να καταφέρνουμε να ανταπεξέλθουμε καλύτερα.

Ας μην υποβιβάζουμε λοιπόν τις στενές μας σχέσεις θεωρώντας τις δεδομένες, αλλά ας τις φροντίζουμε ενεργά, όπως μας φροντίζουν και αυτές.

Δέκα πρακτικές συμβουλές για να φροντίζουμε τον εαυτό μας

Όλοι μπορούμε να κάνουμε απλές αλλαγές που έχουν όμως μεγάλο αντίκτυπο στη ψυχική μας υγεία αλλά και συνολικά στην ευζωία μας. Όταν αναφερόμαστε στη ψυχική υγεία, ουσιαστικά μιλάμε για τα τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε και την ικανότητα να διαχειριστούμε τα ‘πάνω’ και τα ‘κάτω’ της ζωής και της διάθεσης μας. Εδώ θα βρείτε δέκα απλά βήματα που όλοι μπορούμε να ακολουθήσουμε για να φροντίζουμε τον εαυτό μας και να κερδίζουμε το μέγιστο από τη ζωή:

Μίλησε για τα συναισθήματα σου

Το να μιλάς για το πώς αισθάνεσαι μπορεί να σε βοηθήσει να παραμείνεις σε καλή ψυχική υγεία και να αντιμετωπίσεις περιόδους που αισθάνεσαι προβληματισμένος / η. Το να μιλάς για τα συναισθήματα σου δεν είναι σημάδι αδυναμίας. Είναι μέρος του να αναλαμβάνεις τον έλεγχο της ευζωίας σου και να κάνεις αυτό που μπορείς προκειμένου να παραμένεις υγιής.

Τρώγε σωστά

Υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του τι τρώμε και του πως αισθανόμαστε – για παράδειγμα, η καφεΐνη και η ζάχαρη μπορούν να έχουν μία άμεση επίδραση στον οργανισμό μας. Το είδος της διατροφής μας όμως μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη ψυχική μας υγεία. Γι’αυτό επέλεξε τροφές που ταιριάζουν στις ανάγκες σου και ενδυναμώνουν τον οργανισμό σου.

Κρατήστε επαφή

Οι φίλοι και οι συγγενείς μπορούν να σε κάνουν να νοιώσεις το αίσθημα ‘του ανήκειν’ (ότι είσαι μέρος μίας ομάδας) και ότι σε νοιάζονται. Μπορούν να προσφέρουν διαφορετικές οπτικές για οτιδήποτε μπορεί να συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου. Μπορούν να σε βοηθήσουν να παραμείνεις ενεργός / ή, ρεαλιστικός / ή και να σε βοηθήσουν στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων.

Κάνε ένα διάλλειμα

Μία αλλαγή σκηνικού ή αλλαγή στους ρυθμούς σου είναι καλή για τη ψυχική σου υγεία. Θα μπορούσε να είναι μία πεντάλεπτη διακοπή από το τις δουλειές του σπιτιού, ένα μισάωρο διάλλειμα για μεσημεριανό φαγητό στην εργασία, ή ένα σαββατοκύριακο εξερευνώντας ένα νέο μέρος. Μερικά λεπτά μπορούν να είναι αρκετά για να σε αποτοξινώσουν από το άγχος.

Αποδέξου το ποιός είσαι

Κάποιοι από εμάς κάνουν τον κόσμο να γελάει, άλλοι είναι καλοί στα μαθηματικά, άλλοι μαγειρεύουν υπέροχα γεύματα. Μερικοί από εμάς μοιραζόμαστε τον ίδιο τρόπο ζωής γιατί καταγόμαστε από τον ίδιο τόπο, άλλοι ζουν πολύ διαφορετικά. Είμαστε όλοι διαφορετικοί και ο καθένας έχει τις ιδιαιτερότητες του!

Παρέμεινε ενεργός

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η άσκηση απελευθερώνει χημικές ουσίες στον εγκέφαλο που μας κάνουν να αισθανόμαστε καλά. Η συστηματική άσκηση μπορεί να ανεβάσει την αυτοπεποίθηση σου και να σε βοηθήσει να συγκεντρωθείς, να κοιμηθείς , να δείχνεις και να αισθάνεσαι καλύτερα.

Πιες αλκοόλ με σύνεση

Συχνά νομίζουμε ότι το αλκοόλ θα αλλάξει τη διάθεση μας. Μερικοί άνθρωποι πίνουν για να αντιμετωπίσουν το φόβο ή τη μοναξιά, αλλά η επίδραση αυτή είναι μόνο προσωρινή. Η συχνή χρήση του αλκοόλ προκαλεί φθορά στο σώμα και τον εγκέφαλο, μεταπτώσεις στη διάθεση μας, μειωμένη όρεξη και ικανότητα να πετύχουμε τους στόχους μας.

Ζήτησε βοήθεια

Κανείς από εμάς δεν είναι υπερ-άνθρωπος. Όλοι μας κάποιες φορές κουραζόμαστε ή κατακλυζόμαστε από το πώς αισθανόμαστε ή από το πόσο άσχημα πάνε τα πράγματα. Αν τα πράγματα πηγαίνουν με τρόπο που ξεπερνά τις δυνάμεις σου και αισθάνεσαι ότι δε μπορείς να τα διαχειριστείς, ζήτησε βοήθεια.

Κάνε κάτι στο οποίο είσαι καλός

Τι αγαπάς να κάνεις; Σε ποιες δραστηριότητες μπορεί ‘να χαθείς’; Τι λάτρευες να κάνεις στο παρελθόν; Το να περνάς καλά βοηθά στη καταπολέμηση του άγχους. Το να κάνεις μία δραστηριότητα που απολαμβάνεις ,μάλλον σημαίνει ότι είσαι καλός /ή σε αυτή και το αίσθημα επίτευξης ανεβάζει την αυτοπεποίθηση σου.

Ενδιαφέρσου για τους άλλους

Το να νοιάζεσαι για τους άλλους αποτελεί συχνά σημαντικό μέρος του να παραμένουν οι σημαντικές σχέσεις σου κοντά σου. Μπορεί να φέρει ακόμα πιο κοντά σου αυτούς τους ανθρώπους και οι σχέσεις σου να γίνουν ακόμα πιο δυνατές.

Συνδρομή σε αυτήν την τροφοδοσία RSS